Η ημικρανία αποτελεί την τρίτη πιο διαδεδομένη ιατρική διαταραχή στον κόσμο, που εμφανίζεται περίπου στο 15% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η εμφάνισή της μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη φυσική και συναισθηματική δραστηριότητα του πάσχοντος, επηρεάζοντας τόσο τις επαγγελματικές όσο και τις κοινωνικές πτυχές της ζωής του. Με τα τελευταία δεδομένα, εκτιμάται ότι περίπου το 2% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από χρόνια ημικρανία. Η χρόνια ημικρανία σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με κλινικά σημεία κατάθλιψης, άγχους, χρόνιο πόνο και αναπνευστικές διαταραχές, με άμεση επίδραση στην καθημερινότητα των ασθενών.

Η ημικρανία συνιστά μία διαταραχή που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες κεφαλαλγίες, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με συμπτώματα του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ναυτία, έμετος, φωτοφοβία, ηχοφοβία). Η λέξη ΄΄ημικρανία΄΄ είναι σύνθετη λέξη, που αποτελείται από τα συνθετικά «ημί» (μισός) και ΄΄κρανίο΄΄ και σημαίνει πόνος στη μία πλευρά του κεφαλιού.

Συμπτώματα

Συνήθως, η κεφαλαλγία είναι μονόπλευρη σε εντόπιση (επηρεάζοντας το μισό μέρος της κεφαλής) και ο πόνος αυξομειώνεται σε ένταση κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ η διάρκεια του επεισοδίου κυμαίνεται από 2 έως και 72 ώρες. Ο πόνος συνήθως επιδεινώνεται με τη σωματική δραστηριότητα και ο ασθενής καταφεύγει σε κλινοστατισμό σε ήσυχο και σκοτεινό μέρος προκειμένου να αποφύγει τους επιβαρυντικούς παράγοντες. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς αντιλαμβάνονται πριν την εκδήλωση της κρίσης πρόδρομα συμπτώματα (αύρα): οπτικού, αισθητικού ή κινητικού τύπου διαταραχές που προειδοποιούν τον ασθενή ότι η ημικρανία θα εγκατασταθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Οι ημικρανίες υποστηρίζεται ότι αποδίδονται σε διάφορους εξωγενείς και ενδογενείς εκλυτικούς παράγοντες. Οι διακυμάνσεις και διαφοροποιήσεις στα επίπεδα ορμονών αναφέρεται ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση κρίσεων. Έτσι, οι ημικρανίες επηρεάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα αγόρια από τα κορίτσια πριν από την εφηβική ηλικία, αλλά οι κρίσεις ημικρανίας πλήττουν 2-3 φορές περισσότερο τις γυναίκες από τους άνδρες. Η συχνότητα και η ένταση των επεισοδίων συνήθως μειώνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι ακριβείς μηχανισμοί που προκαλούν τις ημικρανίες δεν είναι απόλυτα γνωστοί. Οι περισσότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι η ημικρανία συνιστά μία νευροαγγειακή διαταραχή, σχετιζόμενη με την αυξημένη διεγερσιμότητα του φλοιού του εγκεφάλου και με το μη φυσιολογικό έλεγχο των νευρικών κυττάρων του πόνου στον πυρήνα του τριδύμου νεύρου.

Τρόποι αντιμετώπισης

Η αρχική και πλέον συνηθισμένη φαρμακευτική αντιμετώπιση είναι με απλά αναλγητικά-αντιφλεγμονώδη, όπως ιβουπροφαίνη και παρακεταμόλη για τον πονοκέφαλο, χρήση αντιεμετικού φαρμάκου για τη ναυτία και αποφυγή των εκλυτικών παραγόντων (σωματική και πνευματική κόπωση, απώλεια γευμάτων, συναισθηματική φόρτιση κ.α.). Πιο εξειδικευμένα φάρμακα, όπως τριπτάνες ή εργοταμίνες χρησιμοποιούνται μετά από ιατρική σύσταση από τους ασθενείς στους οποίους τα απλά αναλγητικά δεν είναι αποτελεσματικά.

Η πλειοψηφία των ασθενών καταφεύγει σε χρόνια λήψη ισχυρών αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, με σκοπό την άμεση ανακούφιση και μείωση της συχνότητας εμφάνισης των κρίσεων ημικρανίας. Από την άλλη πλευρά, η χρόνια λήψη φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές και διαταραχές στην ηπατική και νεφρική λειτουργία, καθιστώντας αυτά τα μέτρα προφύλαξης και αντιμετώπισης δυνητικά επικίνδυνα για την υγεία των ασθενών.

Θεραπεία

Η έγχυση με Botox αποτελεί εγκεκριμένη προφυλακτική θεραπεία για τους ασθενείς με χρόνια ημικρανία. Πραγματοποιούνται μικρές επιφανειακές εγχύσεις στο κεφάλι και στον αυχένα. Χρησιμοποιούνται θεραπευτικές δόσεις σε αρκετά σημεία. Η διαδικασία δεν είναι επώδυνη και δεν έχει ανεπιθύμητες ενέργειες.