Οι ασθενείς με ρήξη του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου συνήθως ακούν ένα χαρακτηριστικό «κρακ» τη στιγμή του τραυματισμού. Τα συμπτώματα συνίστανται σε οίδημα του γόνατος, επώδυνη κινητικότητα της άρθρωσης και δυσχέρεια της βάδισης και φόρτισης του μέλους που μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και μετά το τέλος της δραστηριότητας ή την επόμενη μέρα το πρωί σε ελαφριές περιπτώσεις. Στην ολική ρήξη η δραστηριότητα είναι αδύνατο να συνεχιστεί λόγο σοβαρού πόνου και αστάθειας.
Στη διάγνωση συμβάλλει η γνώση του μηχανισμού κάκωσης (τρόπος τραυματισμού), ο αίμαρθρος (η διόγκωση μιας αρθρώσεως από παραχθέν αίμα και οίδημα λόγω τραυματισμού), που αποτελεί συχνά το μόνο κλινικό σημείο και λειτουργικές δοκιμασίες με συχνότερη τη Δοκιμασία Πρόσθιου Συρταροειδούς, όπου με το γόνατο λυγισμένο η κνήμη μπορεί να συρθεί προς τα εμπρός 2-3 εκατοστά, οι οποίες εκτελούνται από τον ιατρό ή τον φυσικοθεραπευτή και με τις οποίες ελέγχεται η ακεραιότητα του πρόσθιου χιαστού.
πρόσθιο ”συρτάρι”
Ιδιαίτερη συμβολή στη διάγνωση ρήξεων πρόσθιου χιαστού και των συνοδών οστικών κακώσεων ή τραυματισμών άλλων δομών της άρθρωσης έχει η μαγνητική τομογραφία, το ποσοστό ακρίβειας της οποίας κυμαίνεται από 90 έως 100%.
Η διάγνωση τεκμηριώνεται με την αρθροσκόπηση, με την οποία είναι δυνατή η παράλληλη διάγνωση και αποκατάσταση της συνδεσμικής βλάβης.